Wednesday 17 May 2006

Μάριου Διάλογοι (4)

Χάζευα έξω απ' το παράθυρο του γραφείου μου. Αν και η Άνοιξη είχε προχωρήσει, σήμερα όλη μέρα έβρεχε και φυσούσε. Ειδικά τώρα που έπεφτε η νύχτα έμοιαζε περισσότερο Γενάρης παρά Μάης. Κούμπωσα το μπουφάν μου και βγήκα έξω. Η χειμωνιάτικη αίσθηση μου έκανε παρέα. Δεν έκανα παρά μόνο λίγα βήματα και είδα μπροστά μου το πτώμα. Κείτοταν εκεί στο υγρό έδαφος με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο λαιμό. Παρόλα αυτά δεν είχε τόσο αίμα όσο κανονικά έπρεπε. Υπήρχε λίγο τριγύρω και μισοξεραμένο. Λες και κάποιος είχε στήσει ένα προχειροστημένο σκηνικό. Γονάτισα και τον κοίταξα εξεταστικά. Δεν ήμουν τόσο σοκαρισμένος όσο στεναχωρημένος. Ήταν ο Μάριος. Και ήταν νεκρός εκεί έξω απ' το γραφείο μου. Πώς δεν τον είχα δει όλο τ' απόγευμα;

Καθώς σήκωσα το κεφάλι μου είδα να πλησιάζει ο Συνομιλητής. Φορούσε καμπαρντίνα και καπέλο. 'Δεν είμαι ο μόνος που ντύνεται χειμωνιάτικα' σκέφτηκα.

-Πέθανε; πρόλαβα να τον ρωτήσω προτού καν πλησιάσει καλά καλά. Λες και θα ήξερε καλύτερα αυτός παρά εγώ που στεκόμουν από πάνω του.
-Ναι πέθανε, απάντησε ψύχραιμα σχεδόν χαμογελαστά. Είναι μέρες τώρα που τον σκοτώνεις ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Που του καρφώνεις το μαχαίρι ακριβώς στην ίδια θέση, πλάγια στο λαιμό.
-Κρίμα, απάντησα σχεδόν εκνευρισμένος (ώρα είναι να με κατηγορήσει κιόλας). Κι έψαχνε για την αγάπη ο κακοκόμοιρος, είπα με λυπημένο ύφος αλλά μάλλον μ' εμφανή τον οίκτο και τον σαρκασμό στη χροιά της φωνής μου.
-Ναι και αυτό ήταν που τον σκότωσε ξέρεις. Τουλάχιστον για σήμερα. Γιατί από αύριο -ίσως κι απο σήμερα όταν βραδιάσει για τα καλά- θ' αρχίσει πάλι τα ίδια.
-Τι εννοείς; ρώτησα και σηκώθηκα όρθιος. Άλλωστε δεν έχει νόημα να θρηνείς ένα προσωρινό πτώμα. Εντάξει δε λέω στεναχωρέθηκα με το όντως φρικτό θέαμα αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι με βόλευε και λίγο έτσι. Εκεί νεκρός κι ανήμπορος. Κρύος και άψυχος. Μάλλον πρέπει να παραδεχτώ ότι ανέκαθεν τον θεωρούσα λίγο προβληματικό. Με βόλευε έτσι. Τελικά ίσως να τον σκότωσα κι εγώ. Για να το λέει και ο Συνομιλητής κάτι θα ξέρει.

Ο Συνομιλητής έκανε μια παύση κι άρχισε να περπατάει δείχνοντάς μου ότι προτιμάει να συνεχίσουμε την κουβέντα μας περπατώντας. Ποιός ξέρει. Ίσως να κρύωνε κι αυτός.

-Ο Μάριος έψαχνε την αγάπη ενώ δεν είχε καταφέρει ν' αγαπήσει πρώτος ο ίδιος. Το είπα μα θα το ξαναπώ, η αγάπη θέλει μαλακή καρδιά, όχι άγρια. Όχι καρδιά-κριτή να σε κατακρίνει και να σε καταδικάζει στο κάθε σου βήμα.
-Καλά από πότε η αυτοκριτική είναι κακό πράγμα;
-Η αυτοκριτική είναι χρήσιμη όταν υπάρχει μια βάση για περαιτέρω βελτίωση, στην αρχή είναι ίσως επικίνδυνη.
-Και τι χρειάζεται στην αρχή;
-Αποδοχή, συμπάθεια, σεβασμός, πίστη. Στον εαυτό σου. Αμα προχωρήσεις χωρίς αυτά τρελαίνεσαι. Υποφέρεις.
-Και πώς αποκτιούνται;
-Με τη σιωπή.
-Έτσι απλά;
-Με την εσωτερική σιωπή. Με το σταμάτημα αυτού του συνεχούς εσωτερικού διαλόγου που μας γδέρνει την ψυχή. Που την ξεφλουδίζει, την απογυμνώνει και την γεμίζει ντροπή, ενοχές, τύψεις και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.

Ο Συνομιλητής σταμάτησε. Και μ' έπιασε απ' τον ώμο. Πρώτη φορά το έκανε αυτό. Πρώτη φορά έδειχνε οικειότητα ενώ μιλούσε. Ακόμη και το βλέμμα του, τα μάτια του είχαν πάρει μια ζεστασιά.

-Μάριε... σταμάτα να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Πέταξε αυτό το βάρος που έχεις στην ψυχή σου και άσε την να αιωρίζεται ανάλαφρη...

Εγώ πάλι μπερδεύτηκα. Κοίταξα πίσω μου και το πτώμα δεν φαινόταν πουθενά. Βέβαια είχαμε απομακρυνθεί και αρκετά. Ρε γαμώτο... Προσπάθησα όμως να εστιάσω σε αυτά που μου έλεγε. Άλλωστε ακόμα με κρατούσε απ' τον ώμο. Δεν πρόλαβα να πω κάτι. Η ζεστασιά έφυγε απ' το βλέμμα του. Έγινε πάλι απόμακρος.

-Δεν βλέπω να έχεις διάθεση ν' απαλλαγείς απ' τα βάρη σου... λες και είσαι εθισμένος στο να βασανίζεις τον εαυτό σου.
-Θέλω, θέλω, θέλω, του είπα επιτακτικά. Σα μικρό παιδί που θέλει ένα παιχνίδι. Αυτό μας έλλειπε τώρα να μας αφήσει και με το βάρος.
-Κάνε κάτι γι' αυτό τότε.
-Τί; Όοοχι μην απομακρύνεσαι ΤΩΡΑ από μένα....

-ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ; ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ;

-ΤΟ ΞΕΡΩ ΟΤΙ Μ' ΑΚΟΥΣ.... ΠΕΣ ΜΟΥ!

-ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ;

Τον έβλεπα ν' απομακρύνεται. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω. Τα πόδια μου δεν με υπάκουαν. Φώναζα, έβριζα μήπως και τραβήξω την προσοχή του. Όταν χάθηκε απ' τα μάτια μου γονάτισα στο υγρό πεζοδρόμιο κι άρχισα να κλαίω δυνατά. Κι ας μ' έβλεπαν παράξενα οι άνθρωποι που περνούσαν. Είναι δυνατόν να μην μου πει κάτι τελευταίο ο Συνομιλητής; Είναι δυνατόν αυτή τη φορά να ήρθε και να έφυγε έτσι ξερά; Λες όντως να μην θέλω να λύσω τα προβλήματά μου;



Χάζευα έξω απ' το παράθυρο του γραφείου μου. Αν και η Άνοιξη είχε προχωρήσει, σήμερα όλη μέρα έβρεχε και φυσούσε. Ειδικά τώρα που έπεφτε η νύχτα έμοιαζε περισσότερο Γενάρης παρά Μάης. Κούμπωσα το μπουφάν μου και βγήκα έξω. Η χειμωνιάτικη αίσθηση μου έκανε παρέα. Δεν έκανα παρά μόνο λίγα βήματα και συνάντησα κάτι γνωστούς.

-Καλησπέρα! Τι κάνετε; ρώτησα χαμογελαστός.
-Καλησπέρα. Εμείς καλά είμαστε ρε συ αλλά λίγο πιο κάτω είναι ένα παλικάρι και κλαίει και κυλιέται στο πεζοδρόμιο.

Θόλωσα. Περπάτησα με ταχύ βήμα προς την κατεύθυνση που μου έδειξαν. Θύμωσα τρομερά. 'Το μαλάκα αυτή τη φορά το παράκανε! Θα του δείξω εγώ...'. Παραμιλούσα απ' το θυμό μου. Το μόνο που ήθελα ήταν πλέον εκδίκηση. Τον είδα. Αυτός ήταν. Καλά το υποψιάστηκα. Άρχισε πάλι τα ίδια. Θα τον σταματήσω. Θα του δείξω εγώ.

Πλησίασα. Ευτυχώς δεν με πρόσεξε γιατί το βλέμμα μου τα πρόδιδε όλα.

Μέσα απ' το μπουφάν μου, το χέρι μου έσφιξε γερά το μαχαίρι...