Monday 17 April 2006

Άγιον Όρος (συνάντηση με τον προσωπικό μου Άγιο)

Μόνο λίγες ώρες. Από το τίποτα κάτι είναι κι αυτό. Ειδικά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο μακριά σου. Και υπόσχομαι να μην γκρινιάξω για το ξύπνημα τα χαράματα. Το ταξίδι και την διαδικασία του διαμονητηρίου και του κλεισίματος θέσεων του καραβιού που έπρεπε να τα προγραμματίσω ενόσω ήμουν στην Αγγλία ακόμη. Θα προσπαθήσω να μην σχολιάσω τον μέσο επαγγελματία προσκυνητή που νομίζει ότι αν περάσει το Πάσχα εδώ αποκτά μια μαγική διάσταση, ενω στην ουσία είναι μια ευκαιρία να ξεμυτίσει από την γκρίνια της γυναίκας του και να περάσει καλά με τους φίλους του κάνοντας θρησκευτικό τουρισμό. Είναι καλή δικαιολογία άλλωστε. Θα τραβήξω τα μάτια μου από μοναστήρια που βουλιάζουν στα πλούτη κι από μοναχούς που δεν τιμούν το ράσο τους. Θα υπομένω τις ουρές, την οχλοβοή -παρά την ιερότητα του χώρου- και εκείνο το μεσήλικο στερεοτυπικό θρησκευτικό αίσθημα που πλανάται στο χώρο. Άσχετα αν περιορίζεται σε ευσεβιστικά εξωτερικά γνωρίσματα. Ούτε λόγος γι' αγάπη. Για προσέγγιση του διαφορετικού.

Κι όλα αυτά για να συναντήσω εσένα. Τον Άγιο στο φτωχικό σου σπιτάκι. Τον κάποτε συμμαθητή μου.

Για να είμαι ειλικρινής στο σχολείο με απωθούσες. Έμπαινες πάντα τελευταίος στην τάξη και βροντούσες την πόρτα πίσω σου για να δείξεις ότι είσαι εδώ. Με το σκουλαρίκι-κρίκο στη μύτη, την κοτσίδα, το μαύρο φλάι μπουφάν μαζί με το παλαιστινιακό κασκόλ και πάνω απ' όλα εκείνο το βλέμμα σου το αγριωπό. Στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ δεν ήθελα να είμαι στην ομάδα σου. Ναι κι εγώ ήθελα να κερδίζω αλλά εσύ έβριζες θεούς και δαίμονες κάθε φορά που έχανες και αλίμοινο σε όποιον γινόταν αποδέκτης της οργής σου.

Όμως εκείνο το κρύο πρωινό του Δεκεμβίου που δεν μπόρεσα να βγώ απ' το Όρος και ξέμεινα με δέχτηκες στο νέο σου σπίτι. Είχα ακούσει ότι είχες φύγει να πας να γίνεις μοναχός αλλά σκέφτηκα πώς ήταν μάλλον μια επιπόλαιη απόφασή σου και σύντομα θα επέστρεφες στις παλιές σου συνήθειες. Όταν μου άνοιξες την πόρτα τότε τα 'χασα. Βλέπεις δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου θαύμα. Νόμιζα ως τότε πως είναι λίγο πολύ παραμύθια, αλλά το φως των ματιών σου και η ευγένεια της καρδιάς σου ξεχύθηκαν βίαια και με πλυμμυρίσανε. Ήσουν μεταμορφωμένος και αυτή σου η αλλοίωση ακόμη με αφήνει άφωνο κάποτε και δακρυσμένο από χαρά, συγκίνηση μπρος το άγνωστο ίσως και ζήλεια για την τόση σου διάχυτη, γαληνεμένη και ήμερη ευτυχία.

Και η τωρινή μου η επίσκεψη -έστω ολιγόωρη- ήταν όπως το περίμενα. Το αίσθημα της επίσκεψης σ' ένα καρδιακό φίλο σε ένα οικείο πλέον μέρος. Είδα τους περσινούς μας κόπους τελειωμένους. Έστω κι αν εσύ έκανες όλο το σκάψιμο. Είδα την ταπείνωση και την υπακοή σου, την ειρήνη και την υπομονή σου. Και σε χάρηκα. Δεν είπαμε πολλά -θέλω όσο μπορώ να σε προφυλάσσω από τα νέα του κόσμου, αλλά γι' άλλη μια φορά μου μετέδωσες δύναμη και κουράγιο, ειρήνη κι ευτυχία.

Ποιό πολύ ξέρεις τι μ' ενοχλεί; Η Γνώση. Η επίγνωση ότι δύναται ο άνθρωπος να μεταμορφωθεί, να εκπέμπει Φως. Η απλότητα του να ζεις σ' ένα φτωχικό σπιτάκι και η αρχοντιά του να μη σου λείπει τίποτα αλλ' αντίθετα να είσαι πλήρης. Η Γνώση. Οτι δεν είμαι σαν κι εσένα. Εγώ είμαι μικρός. Δειλός. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω. Σε χαίρομαι όμως πάρα πολύ. Μακάρι να μπορούσα να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου γι' αυτόν σου τον αγώνα. Γιατί δίχως να το ξέρεις περισώζεις τα κομματάκια πίστης μέσα μου.

Προσεύχομαι να σε προστατεύει η Παναγία μας που σ' έχει στο Περιβόλι της.
Αμήν.