ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο 'Αγαπητέ Θεέ' του Ερικ Εμανούελ Σμιτ όπου ένα 7 χρονο παιδί με λευχαιμία -ο Όσκαρ- γράφει από το νοσοκομείο γράμματα στο Θεό.
Αγαπητέ Θεέ,
Ευχαριστώ που ήρθες.
Διάλεξες την καλύτερη στιγμή, γιατί είχα τα χάλια μου. Ίσως να σε
πείραξε το χθεσινό μου γράμμα...
Όταν ξύπνησα, αναλογίστηκα ότι ήμουν ενενήντα χρονών, κι έστρεψα το κεφάλι προς το παράθυρο για να δω το χιόνι.
Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη Γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμα κοιμόταν, που η νυχτερινή νοσοκόμα, η κυρία Ντίκρι, έπαιρνε ακόμα τον υπνάκο της, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν, αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ' όλους εμάς: είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν κουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Και να η Πέγκυ Μπλου! Και να ο Όσκαρ! Και να η θεία Ροζ! Τι ωραία...
Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ, ότι μου ΄λεγες το μυστικό σου: Κοίτα κάθε μέρα τον κόσμο σα να 'ταν η πρώτη φορά.
Ε λοιπόν την ακολούθησα την συμβουλή σου: Σαν να 'ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα απ' τα ρουθούνια που εισπνέω. Άκουγα τις φωνές που ερχόταν απ' το διάδρομο σαν απ' το θόλο μιας εκκλησίας. Ζούσα. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος.
Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που το 'κανες αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδιά του μυστηρίου για ν' αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Η σημερινή χάρη που σου ζητάω: αυτό το κόλπο με την "πρώτη φορά", μήπως μπορείς να το ξανακάνεις στους γονείς μου; Η θεία Ροζ νομίζω το ξέρει ήδη. Και μετά, αν έχεις χρόνο, και στην Πέγκι...