Thursday, 10 August 2006

Μαθήματα ζωής

Απόψε θα ήθελα να μιλήσω για τον Δημήτρη. Τον γείτονά μου στη Θεσσαλονίκη τα δύο τελευταία χρόνια μου εκεί. Ο Δημήτρης ήταν ένας τριαντάρης γεροδεμένος ηλεκτρολόγος. Οικογενειάρχης με δυο παιδιά. Από τις ελάχιστες πια ελληνικές οικογένειες σε κείνες τις παμπάλαιες οικοδομές στα στενά της Κασσάνδρου στο ύψους του Άι Δημήτρη. Έμεναν κι αυτοί στο ανώγειο, όπως εγώ με την αδερφή μου. Κάτω από εκείνο το ξυλουργείο που απ' τις 7 το πρωί έβαζε μπρος τα μηχανήματα και σου 'παιρνάν τ' αυτιά. Αυτός γυρνούσε κάθε απόγευμα κατά τις 6-7 κουρασμένος απ' την ολοήμερη δουλειά. Η γυναίκα του δούλευε με βάρδιες σ' ένα ίδρυμα με παιδιά με ειδικές ανάγκες. Οι βάρδιες -ειδικά οι νυχτερινές που ήταν μόνη- ήταν πολύ δύσκολες.

Ο Δημήτρης είχε κάτι παράξενο. Είχε λεπτή, αδύναμη και βραχνιασμένη φωνή που καθόλου δεν ταίριαζε με το παρουσιαστικό του. Έβλεπες έναν ψηλό γεροδεμένο άντρα που όμως όταν άνοιγε το στόμα του έβγαζε μια φωνούλα. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ήταν εξαιτίας...

Τον πρώτο χρόνο η αλήθεια ήταν δεν είχαμε πολλές επαφές. Φοιτητής εγώ με περίεργα ωράρια, η αδερφή μου εργαζόταν. Άλλωστε τι σχέσεις να έχουμε με μια οικογένεια...

Ώσπου κατά τα μέσα του 4ου έτους, κάποιος συγγενής πήρε στο γιο δώρο ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο Δημήτρης θυμόταν απ' τις αρχικές συστάσεις ότι εγώ είμαι σχετικός. Από την αρχή μου έκανε εντύπωση η ταπεινότητα, η απλότητα και η ευγένειά του. Χτύπησε την πορτά λες και ήμασταν ιατρείο και με ρώτησε ευγενικά αν είχα λίγο χρόνο να ασχοληθω με τον ΗΥ και να τους δείξω τα βασικά. Φυσικά και είχα χρόνο, ειλικρινά δεν ήταν τίποτα για μένα.

Ο υπολογιστής δεν είχε λειτουργικό σύστημα περασμένο. Έτσι λοιπόν έφερα τα CD μου, τους εγκατέστησα όλα τα βασικά προγράμματα συν ότι παιχνίδια είχα και πέρασα κανα δυό απογεύματα στο σπίτι τους εξηγώντας σε μπαμπά και γιο πως να γράφουν κείμενα, να περνάνε τραγούδια στον υπολογιστή και να σερφάρουν στο ίντερνετ. Για μένα όλα αυτά γέμιζαν τον χρόνο μου παραπάνω από ευχάριστα. Αισθανόμουν χρήσιμος, έκανα κάτι που μ' αρέσει...

Κάνω μια παρένθεση εδώ για να πω ότι το τέταρτο έτος ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Αφενός ήταν το πιο δύσκολο από μαθήματα κι εργασίες κι αφετέρου εμένα μ' έπιασε μια μελαγχολία που τελειώνω και δεν έκανα σχεδόν τίποτα όλη μέρα. Δεν πάτησα σχεδόν καθόλου στη σχολή. Και στις δύο εξεταστικές ερχόταν οι φίλοι μου σπίτι να με διαβάσουν και απορούσαν εγώ που ως τότε δεν έχανα μάθημα, εκείνη τη χρονιά κοιτούσα απλώς το ταβάνι. Μάρκο σου οφείλω πολλά... Μέσα σ' όλες τις υποχρεώσεις ήταν και η πτυχιακή. Αφού είχα κόψει την αναβολή και πήγαινα στρατό τον Αύγουστο έπρεπε πάση θυσία να τελειώσει...

Με τον Δημήτρη είχαμε σχεδόν καθημερινή επαφή. Αισθανόταν τρομερά υποχρεωμένος για την φάση με τον ΗΥ. Κι όποτε είχε απορίες και κάτι πήγαινε στραβά ερχόταν με μισή καρδιά να ζητήσει βοήθεια. Όλο έλεγε: "εσύ είσαι φοιτητής, έχεις διαβάσματα, δεν πρέπει να σ' ενοχλώ...". Έκανε ότι περνούσε απ' το χέρι του. Έλεγξε όλα τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού. Μας πέρασε κεντρική κεραία για την τηλεόραση πάνω στην ταράτσα. Μου βρήκε ένα ιδιαίτερο ενώ δεν έψαχνα κάν... "φοιτητής είσαι να βγάλεις το χαρτζηλίκι σου". Η γυναίκα τους μας έδινε διάφορα. Από κακάο μέχρι μαρμελάδες. Να 'ναι καλά.

Σε μια απ' τις συζητήσεις μας εκεί κατά το Μάρτιο, ήρθε και η πτυχιακή στην κουβέντα. Ότι να διάλεξα ένα θέμα που πρέπει να κάνω ένα ρομποτάκι με τα Lego Mindstorms και έχει πολύ ενδιαφέρον αλλά με δυσκολεύει μια μακέτα-λαβύρινθος που πρέπει να κατασκευάσω. Αυτό ήταν. Ο Δημήτρης πήρε την πτυχιακή μου πατριωτικά. Για μια περίοδο ερχόταν μετά τη δουλειά στο σπίτι μου να δουλέψουμε. Τώρα ήταν η σειρά μου να αισθάνομαι άσχημα. Εγώ κοιμόμουν σα το ζώον όλη μέρα, κι αυτός που κουραζόταν ερχόταν μετά τη δουλειά με περισσότερο ενθουσιασμό από μένα. Καμιά φορά που βαριόμουν με τραβούσε αυτός. Ενθουσιαζόταν σαν μικρό παιδί όταν βάζαμε το ρομποτάκι να περνάει εμπόδια με τους αισθητήρες. Γελούσε όταν έκανε λάθος και το κυνηγούσα στο δωμάτιο.

Η αλήθεια είναι ότι τη μακέτα δεν είχα ιδέα πώς να την κατασκευάσω. Ούτε τι υλικό να χρησιμοποιήσω, ούτε πως να βάψω το λαβύρινθο για να τον 'βλέπει' ο αισθητήρας φωτός του ρομποτ. Ο Δημήτρης έδωσε ρέστα... και πολλές ιδέες. Σχεδίασα τον λαβύρινθο στον υπολογιστή, πήραμε και κόντρα πλακέ απ' το ξυλουργείο από κάτω και στρωθήκαμε στη δουλειά. Ή μάλλον αυτός, γιατί αυτός έβαψε όλη τη μακέτα. Εκτός απ' αυτό, μου έλυσε κι ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα. Να στήσω κάτι πασαλλάκια πάνω στη μακέτα. Τελικά χρησιμοποιήσαμε καλαμάκια και ξυλάκια για σουβλάκια. Έμενε μόνο να βελτιώσω λίγο το ρομποτάκι και τον αλγόριθμο και αυτό ήταν.

Η αλήθεια είναι ότι τότε μες τον γενικό πανικό δεν είχα εκτιμήσει την πολύτιμη συνεισφορά του. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αν δεν ήταν αυτός, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο πρόχειρο και φτωχό. Σαν μικρό ευχαριστώ του αφιέρωσα και του έδωσα ένα αντίτυπο της πτυχιακής. Είχα πάρει 10. Λίγο μετά έφυγα οριστικά από Θεσσαλονίκη.


Αργότερα τον επισκέφτηκα μία ή δύο φορές. Πάντα ο ίδιος. Ο πρόσχαρος, ο ευγενικός, ο απλός. Αυτός και όλη η οικογένειά του. Με τις δύο δύσκολες δουλειές. Με το μικρό διαμερισματάκι τους. Με το μεγάλο τους χαμόγελο και την ζεστή καρδιά τους.

Τώρα που θα κατέβω στην Ελλάδα θα προσπαθήσω να τους ξαναδώ.

Δημήτρη σ' ευχαριστώ για όλα τα μαθήματα που μου έδωσες. Κανένα πανεπιστήμιο και κανένα πτυχίο δεν στα μαθαίνει αυτά. Την πηγαία καλωσύνη. Το δόσιμο. Τη χαρά της ζωής παρόλες τις αντιξοότητες. Σ' ευχαριστώ.