του Ευγένιου Αρανίτση
«Το βάθος πρέπει να είναι κρυμμένο στην επιφάνεια», λεει ο Χόφμανσταλ. Εγώ, σήμερα θα μιλήσω για το αντίστροφο, για ένα είδος επιφάνειας που είναι κρυμμένη στο βάθος. Την βλέπουμε να ανεβαίνει από κει, στον αφρό όταν η λάσπη του πυθμένα ανακινηθεί.
Διότι το βάθος των πραγμάτων δεν είναι πάντοτε αυτό της εμβάθυνσης, όπου οι ποιητές, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν ακόμη, ψάχνουν για τις λέξεις-κλειδιά της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά μπορεί κάλλιστα να νοηθεί σαν ο πάτος ενός πηγαδιού όπου στοιβάζονται λησμονημένα όλων των ειδών τα ακατέργαστα υλικά, για να μην πούμε και για σκουπίδια. Μικρά τέρατα που τρέφονται με την οσμή των απορριμμάτων περνούν εκεί κάτω μεγάλες ιστορικές περιόδους επώασης ή χειμερίας νάρκης και γλιστρούν έξω μόλις ανοίξει το καπάκι. Ομως, έστω και καταποντισμένη, η ρηχότητα φαινόταν ανέκαθεν, αρκεί να έσκυβες λίγο προς τις κώχες του ορατού, όπου αυτή παρίστανε την ανύπαρκτη.
Εχοντας συνηθίσει για τα καλά στην επανάπαυση και με τη φωλιά τους λερωμένη, πολλοί αρνούνται να θυμηθούν ακόμη και τα πρόσφατα κακά τους όνειρα, όπως το τι ακριβώς συνέβη στη διάρκεια της δικτατορίας, ας πουμε. Κι έτσι ξαφνιάζονται διαπιστώνοντας πως ο βουλιμικός παροξυσμός των παμφάγων μικροαστών, βαθύτατα συντηρητικών κατά βάθος (κι άλλο βάθος!), προέκυψε δήθεν με παρθενογένεση από τα σπλάχνα του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, παίρνοντας τα ονόματα Τόμπρας, Κουτσόγιωργας κ.λ.π. Ας τους ζητήσουμε να σκεφτούν μήπως εκείνο που τους προκάλεσε τέτοιαν έκπληξη ήταν απλώς μια μερική επιδείνωση.Δεν σοβαρολογούμε υποστηρίζοντας ότι η κακοδαιμονία ήρθε απ' το πουθενά. Βρισκόταν ανέκαθεν εδώ, μόνον που δεν είχε μικρόφωνο για να ασκήσει την ευγλωττία της. Από τη στιγμή που η τηλεοπτική ελευθεροτυπία τίθεται σε πανεποπτική τροχιά γύρω από το σύνολο του κόσμου, όλες οι μορφές αποσιώπησης διαβρώνονται και υποχωρούν, ενώ ό,τι υπήρχε παρατημένο στα υπόγεια εγκαθίσταται σε θέση διακόσμησης σαλονιού. Ηταν πάντοτε έτσι και δεν το βλέπαμε, δυστυχώς. Τώρα λάμπει εκτυφλωτικά.
Αυτό ελάχιστα σημαίνει πως η τηλεόραση δεν άλλαξε την οικουμένη. Θα 'ταν παράλογο να συμπεράνουμε ότι περιορίστηκε στο να τη δείξει. Κάτι τέτοιο αποκλείεται αφού, για να τονίσουμε επί τη ευκαιρία το μοιραίο λάθος που κόστισε την επιβίωση της αριστεράς, το να δείχνεται κάτι σε κοινή θέα επηρεάζει το είναι του. Φανερό και κρυφό, το πράγμα δεν είναι το ίδιο όπως πιστεύουν βολικά οι περισσότεροι.
Εκτεθειμένος σ' ένα τέτοιο διαλυτικό φως, ο κόσμος αρχίζει να αποσυντίθεται.
Ομως εκείνο που φανερώθηκε με τρόπο τόσο χυδαίο ήταν προ πολλού ευδιάκριτο, εφόσον ο παρατηρητής δεν είχε αντίρρηση να το δει. Για να φέρω ένα ευτελές παράδειγμα, οι εκπομπές της Κορομηλά και της Μενεγάκη διαγράφονταν ήδη στα μιούζικαλ του Δαλιανίδη σαν οιωνοί της αχαλίνωτης κακογουστιάς που απελευθερώνεται με τις μικροαστικές επαναστάσεις. Αν δούμε το ζήτημα απ' τη σκοπιά της ανάλυσης των ανθρωπινων αντιστάσεων στους θεσμούς, ζήσαμε κιόλας δύο τέτοιες εκρήξεις, μια με τη χούντα και μια με τον τριτοκοσμικό σοσιαλισμό.
Και ούτω καθεξής. Οι κωμικοτραγικές απόπειρες εκσυγχρονισμού μιας κοινωνίας που πάσχει ολοφάνερα από διχασμό της επιθυμίας της, ήταν ήδη ορατές στην κυκλώπεια γιγάντωση της Αθήνας υπό την αιγίδα του καραμανλικού κράτους, με την έννοια ότι το πρωτεύον χαρακτηριστικό όλων των εκσυγχρονισμών είναι η καρκινογένεση, ο τρελός αναδιπλασιασμός των κρουσμάτων παράβλεψης του ανθρωπίνου μέτρου, τοποτηρητής του οποίου υπήρξε κάποτε το ψυχικό βλέμμα. Τα παραμυθάκια ενός καλύτερου μέλλοντος ρίζωναν πάντα σε μια τέτοια παράβλεψη. Τα άλλα συμπτώματα έρχονται με τη σειρά τους στην επιφάνεια σαν ισχυρές αναβαθμίσεις παλιών αιτημάτων που είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη.
Η μόδα των ειδικών που κατέκτησαν το σύμπαν εν μια νυκτί ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη στον ιερατικό σεβασμό που έδειχναν οι μικροαστικές κοινότητες προς τα κάθε είδους ιερατεία, γιατρούς, προέδρους, δάσκαλους, παπάδες, προπονητές ομάδων και συμβολαιογράφους. Τώρα αυτοί, από την τηλεόραση, έχουν πάψει να απευθύνονται στο φόβο και συνομιλούν κατευθείαν με την αποβλάκωση, βεβαιώνοντας έτσι, άθελα τους, ότι η τελευταία δεν είναι παρά αποκύημα αυτού ακριβώς του φόβου.
Αξίζει τον κόπο να αντιληφθούμε πως η «νέα εποχή» δεν έπεσε από τον ουρανό, όπως επιμένει η ίδια να λέει, ρίχνοντας τον εαυτό της από την τρύπα του όζοντος στο κέντρο του διαφημιστικού σύμπαντος, αλλά προετοιμαζόταν στο υπέδαφος, κάτω απ' τα πόδια μας, εδώ και δεκαετίες. Οι αθώες, παιδαριώδεις ταινίες του Φίνου, που αφυπνίζουν τη νοσταλγία της κοινότητας μ' έναν τρόπο σχεδόν ακαταμάχητο, μεταφέρουν κατ' ουσίαν έναν φοβερό προϊδεασμό της λατρείας του διαμερίσματος της πολυκατοικίας, κατάλληλου για να εμπνέει την ταύτιση του ιδιοκτήτη με το παρκέ.
Οχι μόνον το Ιντερνετ και οι δορυφορικές επικοινωνίες δεν αποτελούν επιβίωση του παλιού κοινοτικού πνεύματος, όπως γράφουν πολλοί, αλλά συμπίπτουν με το μεσουράνημα αυτού που το κοινοτικό πνεύμα επιχειρούσε να κρύψει, από τη σύσταση του, με το μανδύα μιας ιερής νομιμοφροσύνης: του μίσους για οτιδήποτε ξένο.
Τότε του κλείναμε την πόρτα, τώρα το καλωσορίζουμε σίγουροι πως είναι νεκρό.